πλιάτσικο

πλιάτσικο
το
(λ. αλβαν.), λεία, λάφυρο, λεηλασία, αρπαγή, κλοπή: Οι Τούρκοι έκαναν καλό πλιάτσικο στην Κύπρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλιάτσικο — το, Ν 1. λεία, λάφυρο 2. λαφυραγωγία, διαρπαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. placke < σλαβ. pljatška] …   Dictionary of Greek

  • αλλαμπάντα — (I) επίρρ. εγκάρσια, στο πλευρό (επιφώνημα προς τους ναύτες «όρτε αλλαμπάντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alla banda. ΠΑΡ. νεοελλ. ουσ. αλλαμπάντα]. (II) η η επιδρομή τών Αλβανών κατά τα Ορλοφικά 2. διαρπαγή, λαφυραγωγία, πλιάτσικο 3. αναταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • δίαμα — το διαρπαγή, λεηλασία, πλιάτσικο …   Dictionary of Greek

  • καρολόγος — ο καραγωγέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρο + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γυρο λόγος, πλιατσικο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • πλιατσικολόγος — ο, Ν λαφυραγωγός, άρπαγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιάτσικο + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • λεηλασία — η βίαιη αρπαγή ξένου πράγματος, λαφυραγωγία, πλιάτσικο: Οι λεηλασίες των πειρατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”